Νέα

Νέα

Φειδωλή η κυβερνητική πολιτική προς τα νέα φάρμακα

Φειδωλή η κυβερνητική πολιτική προς τα νέα φάρμακα

Ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) εκπροσωπεί το 90% της φαρμακευτικής αγοράς στη χώρα μας, περιλαμβάνοντας εταιρείες που διαθέτουν καινοτόμα φάρμακα, γεγονός που τον καθιστά το μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό θεσμικό όργανο της φαρμακοβιομηχανίας. Ο Ολύμπιος Παπαδημητρίου, επικεφαλής του κορυφαίου αυτού θεσμικού οργάνου της φαρμακοβιομηχανίας και γενικός διευθυντής της Novo Nordisk Ελλάδας, δίνει όλες τις απαντήσεις σχετικά με το «καθεστώς» των φαρμάκων στην Ελλάδα, τις ελλείψεις τους, τις κλινικές μελέτες αλλά και τα «διάσημα» φάρμακα κατά της παχυσαρκίας.

 

Συνέντευξη: Φλώρα Κασσαβέτη, Θάνος Ξυδόπουλος

Κύριε Παπαδημητρίου, σε ποιους τομείς αναπτύσσονται σήμερα νέα φάρμακα και ποιες ασθένειες στοχεύουν;

Σήμερα, περισσότερα από 8.000 νέα μόρια βρίσκονται σε φάση κλινικής ανάπτυξης, και στοχεύουν στην κάλυψη θεραπευτικών αναγκών που είτε δεν έχουν είτε χρειάζονται πιο αποτελεσματικές θεραπευτικές λύσεις. Το μεγαλύτερο ποσοστό αφορά στην ογκολογία και την αιματολογία. Όπως γνωρίζετε, ο καρκίνος εκτός από την τεράστια υγειονομική πρόκληση, αποτελεί ένα δυσβάσταχτο κοινωνικό φορτίο. Για αυτό είμαστε περήφανοι για την θεραπευτική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στην αντιμετώπιση του καρκίνου με την εισαγωγή αρκετών νέων θεραπειών.

Από εκεί και πέρα συντελείται μεγάλη έρευνα στο πεδίο της νευρολογίας, με επίκεντρο τη νόσο Αλτχάιμερ, στο χώρο των μεταδοτικών νοσημάτων, όπως γρίπη, κορωνοϊοί, ηπατίτιδα, HIV και HPV, στα νοσήματα του γαστρεντερικού, στα εμβόλια, σε νοσήματα του οφθαλμού, στα καρδιαγγειακά νοσήματα, στην ενδοκρινολογία με επίκεντρο τον σακχαρώδη διαβήτη και την παχυσαρκία, στην ανοσολογία και σε πολλά άλλα πεδία. Η φαρμακευτική βιομηχανία εργάζεται ασταμάτητα σήμερα για την ανάπτυξη νέων καλύτερων θεραπειών, όπου υπάρχουν ακάλυπτες θεραπευτικές ανάγκες.

Παρά τη μεγάλη ανάπτυξη νέων φαρμάκων, παρατηρείται καθυστέρηση εισόδου τους στην ελληνική αγορά. Ποια εξήγηση έχετε γι’ αυτό;

Πράγματι, ο χρόνος μεταξύ της άδειας κυκλοφορίας ενός νέου φαρμάκου και της ένταξής του στη λίστα αποζημίωσης έχει αυξηθεί κατά 176 ημέρες. Έτσι από τα 168 φάρμακα που εγκρίθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων μεταξύ 2018-2021, μόλις τα 90 είναι διαθέσιμα στην χώρα μας, με μόνο το 42% εξ αυτών να είναι πλήρως διαθέσιμα στους ασθενείς. Η Ελληνική αγορά θεωρείται μια «εχθρική αγορά» για την είσοδο νέων φαρμάκων. Αυτή η δυσάρεστη πραγματικότητα επαναλαμβάνεται από τις κυβερνήσεις της χώρας εδώ και αρκετά χρόνια. Φαίνεται πάντως ότι τελευταία το πρόβλημα έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό. Ο πιο βασικός λόγος είναι το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό υποχρεωτικών επιστροφών που καλούνται να καταβάλουν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις, το οποία μάλιστα -έως τώρα τουλάχιστον- εξελίσσεται μόνο ανοδικά και είναι πάντα απρόβλεπτο, αφού καμία κυβέρνηση δεν έχει πάρει την πρωτοβουλία να θέσει ένα ανώτατο όριο για αυτό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022, αλλά όπως φαίνεται και το 2023, το κόστος της κάλυψης των φαρμάκων των πολιτών χρηματοδοτήθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό από τις φαρμακευτικές εταιρείες παρά από το κράτος. Δηλαδή οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις όχι μόνο έγιναν ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του συστήματος αλλά στηρίζουν κατά πλειοψηφία και την κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης! Αυτό είναι πρωτοφανές και δεν συμβαίνει σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης αλλά και του κόσμου.

Γίνεται αντιληπτό νομίζω πως με τέτοιες συνθήκες η είσοδος νέων φαρμάκων γίνεται πολύ δύσκολη, ενώ έχει αρχίσει να καθίσταται προβληματική και η παραμονή στην αγορά σημαντικών φαρμάκων. Προτεραιότητα των φαρμακευτικών εταιρειών μας είναι η στήριξη του ασθενή με νέες, πρωτοπόρες και ασφαλείς θεραπείες, και ως εκ τούτου η στήριξη της Δημόσιας Υγείας. Αυτό θα πρέπει να είναι και η προτεραιότητα της εκάστοτε κυβέρνησης, αναγνωρίζοντας την επένδυση στην καινοτομία ως επένδυση στην Κοινωνία και τη Δημόσια Υγεία.

Στην Ελλάδα, η δημόσια δαπάνη για την υγεία είναι περίπου στο 65% του μέσου όρου της Ευρώπης. Έχετε πει στο παρελθόν ότι πρέπει να ενισχυθεί.

Για περισσότερο από μια δεκαετία, ο φαρμακευτικός κλάδος επωμίστηκε ένα μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας μας, κυρίως με οριζόντια μέτρα περιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης. Τα διατιθέμενα από το κράτος κονδύλια υπολείπονται σημαντικά από τις πραγματικές ανάγκες, ενώ την ίδια στιγμή η Πολιτεία δεν καταβάλλει κάποια συστηματική προσπάθεια να εξορθολογίσει την κατανάλωση και να ελέγξει τη ζήτηση. Γίνεται μια προσπάθεια χρηματοδότησης αυτή την περίοδο μέσω της ρήτρας μείωσης του clawback που περιλαμβάνεται στο πλάνο ανάκαμψης αλλά αφενός δεν αρκεί, αφετέρου γίνεται μηχανιστικά, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού σε φάρμακα. Η χώρα μας έχει ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό γηραιού πληθυσμού, καταγράφει αυξητικές τάσεις στα χρόνια νοσήματα (καρκίνος, διαβήτης, αυτοάνοσα κ.α.) και ταυτόχρονα στοχεύει να παρέχει στους πολίτες σύγχρονες θεραπευτικές επιλογές αλλά και να φέρει στη χώρα τις μελλοντικές καινοτόμες θεραπείες.

Αυτή η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται με κινήσεις που πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα σε δυο πυλώνες, ώστε να γίνει βιώσιμο το σύστημα υγείας σε βάθος χρόνου: ο ένας πυλώνας έχει να κάνει με την ποσοτική εκτίμηση του μεγέθους των αναγκών της φαρμακευτικής περίθαλψης του πληθυσμού, ώστε να διασφαλιστεί μια λογική χρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης, η οποία θα αναπροσαρμόζεται κάθε χρόνο με βάση τα επιδημιολογικά  δεδομένα που θα συλλέγονται. Ο δεύτερος πυλώνας έχει να κάνει με την ορθολογική διάθεση των διαθέσιμων πόρων, τον έλεγχο της ζήτησης, την αποφυγή σπατάλης, την πλήρη ψηφιοποίηση του συστήματος, ώστε να διευκολυνθεί η συλλογή δεδομένων που θα οδηγήσουν σε ορθολογικές αποφάσεις, και οι έλεγχοι στις ακολουθούμενες πρακτικές. Είναι πολύ σημαντικό οι κινήσεις σε αυτούς τους δυο πυλώνες να υλοποιούνται ταυτόχρονα. Μέχρι τώρα η πολιτεία είναι φειδωλή στη χρηματοδότηση, η οποία παραμένει σημαντικά ανεπαρκής, και βραδεία στην υλοποίηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Έχετε υποβάλει τις προτάσεις σας σχετικά με αυτό; 

Έχουμε υποβάλει και θα συνεχίσουμε να υποβάλλουμε προτάσεις στο Υπουργείο Υγείας για την βελτίωση της κατάστασης. Η νέα ηγεσία του δείχνει πως έχει επίγνωση των προβλημάτων και πως έχει την πρόθεση να δράσει. Ευελπιστούμε πως θα υιοθετήσει και ένα σημαντικό μέρος των προτάσεών μας, μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Δυστυχώς, η όποια πίστωση χρόνου έχει εξαντληθεί.

Τί σημαίνει για τη φαρμακοβιομηχανία το γεγονός ότι χρηματοδοτεί ένα μεγάλο κομμάτι της ιδιωτικής δαπάνης για φάρμακα;

Όπως ανέφερα, η συνεισφορά των φαρμακευτικών επιχειρήσεων στη δαπάνη ξεπέρασε το 2022 τη συνεισφορά της Πολιτείας. Η συμμετοχή των ασθενών, στα αποζημιούμενα από τον ΕΟΠΥΥ φάρμακα παραμένει περίπου σταθερή ως ποσοστό τα τελευταία χρόνια και κυμαίνεται μεταξύ 11-12%. Με βάση δεδομένα που έχουμε από άλλες χώρες, η ποσοστιαία συμμετοχή των ασθενών στα αποζημιούμενα φάρμακα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υψηλή. Προφανώς, αν υπάρχει τάση να επιλέγονται θεραπευτικές επιλογές με υψηλότερο κόστος, και επί σταθερού ποσοστού συμμετοχής, το απόλυτο μέγεθος της δαπάνης των ασθενών θα αυξάνεται. Θα πρέπει η Πολιτεία, αλλά και όλοι οι εμπλεκόμενοι στην επιλογή μιας θεραπείας, να δουν σε ποιο βαθμό είναι απαραίτητη η επιλογή ακριβότερων θεραπειών και σε ποιο βαθμό οι οικονομικότερες λύσεις μπορούν να φέρουν το επιθυμητό θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Από εκεί και πέρα η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για τη φαρμακευτική περίθαλψη είναι μονόδρομος, αφενός γιατί δεν μπορεί εκείνοι που παράγουν και διαθέτουν τα φάρμακα να βάζουν περισσότερα χρήματα από το σύστημα που τα χρησιμοποιεί, αφετέρου γιατί και η συμμετοχή των ασθενών πρέπει να παρακολουθείται ως μέγεθος και να παραμένει σε βιώσιμα για αυτούς επίπεδα.

Τον τελευταίο καιρό παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις φαρμάκων στη χώρα μας, κυρίως το χειμώνα. Κάποιοι λένε ότι φταίνε οι παράλληλες εξαγωγές και άλλοι ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν εισάγουν επαρκείς ποσότητες. Ποια είναι η πραγματική αιτία και πώς μπορεί να λυθεί το θέμα;

Οι ελλείψεις φαρμάκων είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα που απασχολεί όλες τις χώρες τα τελευταία χρόνια και έχει πολλές αιτίες. Η σημαντικότερη αιτία για τις ελλείψεις στη χώρα μας είναι οι χαμηλές τιμές των φαρμάκων σε σύγκριση με άλλες χώρες. Οι χαμηλές τιμές είναι αυτές που τροφοδοτούν μια σειρά άλλων αιτίων που οδηγούν σε ελλείψεις, όπως είναι οι παράλληλες εξαγωγές, η περιορισμένη διάθεση στην χώρα μας ή και απόσυρση παλαιών καθιερωμένων φθηνών φαρμάκων, η αδυναμία παραγωγής κάποιων φαρμάκων ή επαρκών ποσοτήτων αυτών.

Θα πρέπει πάντως να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο περιορισμένη διαθεσιμότητα σε κάποιες πρώτες ύλες και σε κάποια άλλα υλικά ή εξαρτήματα που απαιτούνται για την παραγωγή κάποιων προϊόντων. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η εξάρτηση της Ευρώπης από χώρες της Ασίας (κυρίως Κίνα και Ινδία) στον τομέα των πρώτων υλών έχει οδηγήσει τη γηραιά ήπειρο σε διαρκή προβλήματα διαθεσιμότητας αρκετών φαρμάκων. Όσον αφορά το φαινόμενο των παράλληλων εξαγωγών είναι υπαρκτό και ατυχώς είναι νόμιμο.

Γιατί λέτε ότι το φαινόμενο των παράλληλων εξαγωγών φαρμάκων είναι «ατυχώς» νόμιμο;

Λέω «ατυχώς» γιατί σε μια αγορά όπως αυτή του φαρμάκου όπου τα πάντα είναι ρυθμισμένα από το κράτος σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, είναι «ατυχής» η σκέψη να εφαρμόζονται και εδώ, σε πλήρη έκταση οι κανόνες του ελεύθερου εμπορίου εντός ΕΕ. Και για να το εξηγήσω καλύτερα, όταν λέω «ρυθμισμένα» εννοώ πως το κράτος ρυθμίζει τις τιμές που πουλάνε τα φάρμακα οι εταιρείες, τα περιθώρια κέρδους όλων των εταίρων της αλυσίδας, τις προδιαγραφές διακίνησης, τις προδιαγραφές συσκευασίας, ακόμη και την πίστωση που θα δίνουν οι εταιρείες στους εταίρους της αλυσίδας διανομής. Επιτρέποντας ανεξέλεγκτα το παράλληλο εμπόριο φαρμάκων, πριμοδοτείται η φαρμακευτική κάλυψη των πολιτών των πλούσιων χωρών και υποβαθμίζεται η φαρμακευτική κάλυψη των πολιτών των φτωχών χωρών -που κατά κανόνα έχουν τις χαμηλότερες τιμές.

Θα πρέπει λοιπόν το κράτος να είναι σε θέση να εποπτεύει με τέτοιο τρόπο την αγορά ώστε να κρίνει αν θα έπρεπε να επιτραπεί να εξάγονται συγκεκριμένες ποσότητες, συγκεκριμένων φαρμάκων σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, όπως επίσης και αν η τροφοδοσία της αγοράς από τις εταιρείες γίνεται με βάση τους κανόνες που ισχύουν. Από την άλλη πλευρά, θεωρώ πως είναι λυπηρό να υπάρχουν φαρμακαποθήκες που προτάσσουν την εξαγωγή φαρμάκων από την τροφοδοσία της αγοράς, στο βωμό του κέρδους. Ουσιαστικά αυτο-αναιρούν το λόγο της ύπαρξής τους.

Οι κλινικές μελέτες στο χώρο του φαρμάκου πάντα υστερούσαν στην Ελλάδα. Έχει αυξηθεί σήμερα ο αριθμός των κλινικών μελετών; Υπολειπόμαστε ακόμα έναντι της Ευρώπης; 

Ο τομέας των κλινικών μελετών αποτελεί έναν πολύ σημαντικό πυλώνα επένδυσης των φαρμακευτικών επιχειρήσεων σε πολλές χώρες του κόσμου. Η Ελλάδα αποσπά ένα πολύ μικρό μέρος των κονδυλίων που επενδύονται από τις διεθνείς φαρμακευτικές επιχειρήσεις στην έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων στις χώρες της ΕΕ και σίγουρα είναι αναλογικά χαμηλότερο του μεγέθους της. Και αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι έχουμε το δυναμικό να υποστηρίξουμε σαν χώρα περισσότερη κλινική έρευνα αφού και το ιατρικό δυναμικό υπάρχει και οι νοσηλευτικές μονάδες αλλά και οι ασθενείς θα ωφεληθούν από αυτές.

Τα τελευταία χρόνια η δραστηριότητα στο χώρο των κλινικών μελετών αυξάνεται στην Ελλάδα αλλά αυτό θα πρέπει να το παρακολουθούμε όχι μόνο σαν απόλυτο μέγεθος αλλά και σαν ποσοστό της αντίστοιχης δραστηριότητας που υλοποιείται στην Ευρώπη. Θα έπρεπε να πηγαίναμε πολύ καλύτερα. Το θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίηση κλινικών μελετών βελτιώνεται, ωστόσο αφενός δεν αρκεί αυτό μόνο, αφετέρου έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε για την καλύτερη λειτουργικότητα των διαδικασιών.

Ένα σημαντικό πρόβλημα που δρα ανασταλτικά είναι η υποστελέχωση των νοσηλευτικών μονάδων. Όταν το ανθρώπινο δυναμικό αντεπεξέρχεται με δυσκολία στις βασικές υπηρεσίες που πρέπει να παρέχονται στον ασθενή, είναι δύσκολο να εντάξει την επιπλέον προσπάθεια που απαιτείται για τη διεξαγωγή κλινικών μελετών, στην καθημερινότητά του. Η πρόσληψη έκτακτου προσωπικού που θα ασχολείται με τις κλινικές δοκιμές δεν είναι πάντα εφικτή και σίγουρα δεν είναι η ενδεδειγμένη λύση για να γίνεται μακρόπνοος σχεδιασμός και από πλευράς κύριων ερευνητών και από πλευρά των εταιρειών που χορηγούν τις κλινικές μελέτες.

Έχουμε επανειλημμένα τονίσει στην κυβέρνηση την ανάγκη να δώσει περισσότερα κίνητρα για την προσέλκυση κλινικών μελετών στη χώρα μας, μια χώρα που όπως είπα είναι «εχθρική» για τα νέα φάρμακα. Ο συμψηφισμός υποχρεωτικών επιστροφών, για παράδειγμα με δαπάνες που επενδύονται στην έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων αλλά και σε παραγωγικές επενδύσεις, είναι ένα σημαντικό μέτρο το οποίο δυστυχώς λειτουργεί ανισοβαρώς τα τελευταία χρόνια υπέρ των παραγωγικών επενδύσεων και δεν έχει στηρίξει τις επενδύσεις σε κλινικές μελέτες. Παρά τις δυσκολίες, οι εταιρείες μέλη του ΣΦΕΕ συνεχίζουν την προσπάθεια να φέρουν περισσότερες κλινικές μελέτες γιατί αυτό είναι προς όφελος των ασθενών, των επαγγελματιών υγείας και της εθνικής οικονομίας.

Υπάρχει η πρόθεση στην Ευρώπη για απεξάρτηση από τις εισαγωγές φαρμάκων που παράγονται στην Ασία. Τι ευκαιρίες δημιουργεί αυτό για τον φαρμακευτικό κλάδο και τι αποτέλεσμα θα έχει για τους ασθενείς:

Η ΕΕ υλοποιεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, μετά την έναρξη της πανδημίας της COVID-19 πολιτικές που στοχεύουν να θωρακίσουν την Ένωση σε επάρκεια σημαντικών φαρμάκων. Οι πολιτικές αυτές θα χρειαστούν χρόνο για να αποδώσουν καρπούς. Ωστόσο διαφαίνονται σημαντικές ευκαιρίες για τον φαρμακευτικό κλάδο, ειδικά για τις Ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου, που έχουν σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες και με τις κατάλληλες επενδύσεις και επιχειρηματικές κινήσεις μπορούν να στηρίξουν ένα σημαντικό τμήμα αυτής της προσπάθειας. Προφανώς η διασφάλιση καλύτερης επάρκειας θεραπειών έχει θετικό πρόσημο για τους ασθενείς.

Θα πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη ότι -ειδικά όσον αφορά τα παλαιότερα, καταξιωμένα και καθιερωμένα φάρμακα- η Ευρώπη είναι δύσκολο να ανταγωνιστεί στον τομέα του κόστους παραγωγής τις χώρες της Ασίας, συνεπώς οι παραγωγικές προσπάθειες εντός Ευρωπαϊκού εδάφους θα πρέπει να στηριχθούν από τις χώρες της ΕΕ προκειμένου να καταστούν βιώσιμες.

Έχει ειπωθεί ότι τα συστήματα υγείας σπαταλούν έως και το 20% των δαπανών τους σε παρεμβάσεις που δεν βελτιώνουν ουσιαστικά τα αποτελέσματα της υγείας. Πού νομίζετε ότι πρέπει να κατευθύνονται οι πόροι των νοσοκομείων και οι επενδύσεις στην υγεία;

Η εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας και των θεραπευτικών προσεγγίσεων, η πορεία διαφόρων νοσημάτων στο χρόνο, το δημογραφικό προφίλ των χωρών και η εξέλιξη των κοινωνιών είναι παράγοντες που αυξάνουν τις απαιτήσεις για τις παρεχόμενες υπηρεσίες από τα συστήματα υγείας ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν την πολυπλοκότητά τους και το φορτίο που αυτά δέχονται. Είναι απαραίτητο λοιπόν να χρησιμοποιούνται με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο οι διατιθέμενοι πόροι διότι πολύ απλά ποτέ δεν θα είναι αρκετοί. Θα πρέπει λοιπόν να είναι μόνιμο ζητούμενο η ολοένα μειούμενη σπατάλη πόρων, όπου αυτή υφίσταται.

Ο καλύτερος τρόπος να οδεύσει κανείς προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η πλήρης ψηφιοποίηση του συστήματος υγείας με καταγραφή όλων των πράξεων, της χρήσης των προτιμώμενων διαγνωστικών και θεραπευτικών προσεγγίσεων και βέβαια των εκβάσεων αυτών, ώστε να διευκολύνεται η χάραξη στρατηγικής και η λήψη αποφάσεων για το μέλλον. Ταυτόχρονα θα πρέπει να λειτουργεί ένα εξελιγμένο σύστημα δεικτών ποιότητας, ελέγχων και παρακολούθησης το οποίο θα αποτρέπει εστίες σπατάλης ή κακές πρακτικές.

Για να πάμε προς αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται περισσότερος χρόνος αλλά η χώρα μας έχει μια πολύ καλή βάση με το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης που λειτουργεί εδώ και χρόνια, με το σύστημα καταγραφής διαγνωστικών εξετάσεων, ενώ κατά τα λεγόμενα έχει υλοποιηθεί και ένα σημαντικό κομμάτι του «φακέλου ασθενούς». Η διασύνδεση όλων αυτών, η λειτουργία των νοσοκομείων με πιο αυστηρά κριτήρια απόδοσης, η μεγαλύτερη ενεργοποίηση του ΟΔΙΠΥ μπορούν να οδηγήσουν σε καλύτερη απόδοση των διατιθέμενων πόρων.

Πόσο έχουν αλλάξει οι φαρμακευτικές εταιρείες τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα;

Η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα μας από το 2009 και μετά υπέβαλλε σε μια μεγάλη δοκιμασία πολλούς κλάδους της οικονομίας, με πολύ δυσάρεστες συνέπειες. Ο φαρμακευτικός κλάδος είναι ένας από αυτούς που επλήγησαν περισσότερο ωστόσο παραμένει όρθιος γιατί απλά είναι απαραίτητος για τη λειτουργία του συστήματος υγείας το οποίο στοχεύει να υπηρετεί. Η αξία και η σημασία μιας βιώσιμης φαρμακοβιομηχανίας αναδείχτηκε την περίοδο της πανδημίας της COVID-19, όπου η λύση ήρθε από την φαρμακοβιομηχανία. Οι εταιρείες του κλάδου συνεχίζουν την πορεία τους χάρη στην θεραπευτική καινοτομία που φέρνουν στην καθημερινή πρακτική, στην αυξητική τάση πολλών μεγάλων νοσημάτων και στην ασθενοκεντρική προσέγγιση που προσπαθούν να ακολουθούν. Δυστυχώς όμως, η πορεία πολλών εταιρειών τα τελευταία χρόνια συνοδεύτηκε από μειώσεις προσωπικού και από πολλές οργανωτικές αλλαγές.

Μέσα από τις δυσκολίες ωστόσο οι φαρμακευτικές εταιρείες εξελίσσονται, βελτιώνουν τις πρακτικές τους, βρίσκονται πιο κοντά στους επιστήμονες υγείας, έχουν ενισχύσει τα ιατρικά τους τμήματα εις βάρος των εμπορικών, προσπαθούν, αρκετές από αυτές τουλάχιστον, να δραστηριοποιηθούν περισσότερο στον τομέα των κλινικών μελετών.

Είστε γενικός διευθυντής στην Ελλάδα της Δανέζικης φαρμακευτικής Novo Nordisk που τελευταία έγινε διάσημη για τα φάρμακά της που επιτυγχάνουν μεγάλη απώλεια βάρους. Μπορούν αυτά τα φάρμακα να παίξουν ρόλο game changer στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας; 

Η Novo Nordisk διανύει φέτος το εκατοστό πρώτο έτος της ύπαρξής της. Ξεκίνησε την πορεία της λίγο μετά την ανακάλυψη της ινσουλίνης με στόχο να αλλάξει τη ζωή των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη. Όντας πιστή στο όραμά της αυτό, ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια, πέρα από νέας γενιάς εξελιγμένα προϊόντα ινσουλίνης, και κάποια άλλα που στόχευαν στην αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που αποτελεί σήμερα τη συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών διαβήτη, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε πριν εκατό χρόνια, όταν το μεγάλο πρόβλημα ήταν ο διαβήτης τύπου 1. Πάνω από ένα εκατομμύριο συμπολίτες μας ζουν με σακχαρώδη διαβήτη και έως το 95% έχουν διαβήτη τύπου 2.

Τα φάρμακα αυτά διαπιστώθηκε πως έχουν, επιπλέον, μια σημαντική επίδραση στο σωματικό βάρος -το μειώνουν- χωρίς να εκθέτουν σε κίνδυνο υπογλυκαιμίας. Αυτό επέτρεψε να μελετηθούν αποκλειστικά για την απώλεια βάρους, σε άτομα χωρίς διαβήτη, δίνοντας εξαιρετικά αποτελέσματα σε σχέση με το ό,τι είχαμε έως τώρα στη διάθεσή μας για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Τελευταία μάλιστα οι μελέτες έδειξαν ότι μειώνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε άτομα με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο. Αυτά είναι πολύ σημαντικά νέα για την αντιμετώπιση του παγκόσμιου προβλήματος της παχυσαρκίας που έχει λάβει διαστάσεις μεγαλύτερες και από το πρόβλημα του σακχαρώδη διαβήτη. Έχετε δίκιο λοιπόν, αυτά τα φάρμακα μπορούν να χαρακτηριστούν ως game changer στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, η οποία βέβαια απαρτίζεται και από πολλές άλλες σημαντικές συνιστώσες πέραν της φαρμακευτικής αγωγής.

Σαν εταιρεία, παράλληλα με την αφοσίωσή μας στην αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη, συνεχίζουμε την έρευνα στον τομέα της θεραπείας της παχυσαρκίας και η προοπτική είναι πως θα έχουμε στο ορατό μέλλον ακόμη πιο αποτελεσματικά σκευάσματα ή συνδυασμούς αυτών ώστε να ελεγχθεί το παγκόσμιο πρόβλημα της παχυσαρκίας αλλά και μια σειρά από συννοσηρότητες που το συνοδεύουν.

Σαν εταιρεία εστιάζετε κατά κύριο λόγο στον σακχαρώδη διαβήτη και την παχυσαρκία. Πόσο οργανωμένη είναι η φροντίδα των νοσημάτων αυτών στην Ελλάδα και τι πιστεύετε πως θα έπρεπε κατά προτεραιότητα να γίνει ώστε να οργανωθεί ακόμη καλύτερα;

Επιτρέψτε μου να αναφέρω πως η εστίασή μας βρίσκεται επίσης και στο πεδίο της αιμορροφιλίας, ενός δύσκολου χρόνιου νοσήματος που δεν είναι ίσως ιδιαίτερα γνωστό γιατί ευτυχώς αφορά μια μικρή ομάδα συμπολιτών μας. Αντίθετα, ο διαβήτης και η παχυσαρκία αφορούν τεράστιες ομάδες ανθρώπων και το κυριότερο, είναι νοσήματα που μπορούν να προληφθούν και νοσήματα που συνδέονται με μια σειρά συννοσηρότητες που επιβαρύνουν σχεδόν όλο το εύρος του συστήματος υγείας. Αυτό σημαίνει πως αν υιοθετήσει κανείς πολιτικές και θεραπευτικές προσεγγίσεις που θα στοχεύσουν στην πρόληψη και στην καλύτερη διαχείριση της παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη, θα συμβάλλει ουσιαστικά στην βιωσιμότητα του συστήματος υγείας.

Σκεφτείτε ότι ο καλά ρυθμισμένος διαβήτης ή τα χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας και διαβήτη δυνητικά σημαίνουν: καλύτερη διαχείριση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και λιγότερα καρδιαγγειακά νοσήματα, μικρότερο κίνδυνο στεατοηπατίτιδας που σχετίζεται με μεταβολική δυσλειτουργία, λιγότερα περιστατικά κάποιων τύπων καρκίνου, λιγότερα περιστατικά μικροαγγειακής νόσου που σχετίζεται με τύφλωση, ακρωτηριασμούς και χρήση τεχνητού νεφρού, λιγότερα ορθοπεδικά προβλήματα και χειρουργεία, λιγότερα περιστατικά υπνικής άπνοιας, λιγότερα περιστατικά υπογονιμότητας, και πολλά άλλα, «ων ουκ έστι αριθμός…».

Αυτή τη στιγμή υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στη φροντίδα που παρέχεται στα άτομα με διαβήτη και στα άτομα με παχυσαρκία. Ο διαβήτης είναι καθιερωμένο νόσημα στη συνείδηση των ανθρώπων αλλά και των επαγγελματιών υγείας, συνεπώς οι θεραπευτικές παρεμβάσεις ξεκινούν από τον οικογενειακό ή προσωπικό γιατρό. Ένα ερώτημα είναι αν δίνεται η σημασία που πρέπει στην σωστή διατροφή και στην σωματική άσκηση, ή περισσότερο στη φαρμακευτική αντιμετώπιση. Σε κάθε περίπτωση, μια βραχυπρόθεσμη παρέμβαση για τη φροντίδα του διαβήτη που θα είχε γρήγορα αποτελέσματα είναι μια συνολική ανασκόπηση του δικτύου Διαβητολογικών Κέντρων και Ιατρείων που υπάρχουν ή θα έπρεπε να υπάρχουν στη χώρα και η στελέχωσή τους με εκπαιδευμένο προσωπικό, ιατρικό αλλά και άλλων επαγγελματιών υγείας.

Είναι γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια το δίκτυο ιατρείων ήταν πολυπληθέστερο και μάλλον περισσότερο στελεχωμένο. Η κωλυσιεργία στην επισημοποίηση της εξειδίκευσης των ιατρών στην Διαβητολογία έχει δημιουργήσει σημαντικά κενά αφού ειδικοί που αποχωρούν λόγω ηλικίας ή άλλων αιτίων δεν αντικαθίστανται στο βαθμό που θα έπρεπε. Επίσης η τοποθέτηση «Εθνικών στόχων» για τη ρύθμιση των ασθενών, τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, του αριθμού ακρωτηριασμών, των περιστατικών τύφλωσης κλπ, θα λειτουργούσαν ως «οδηγοί» για την συνολική προσπάθεια φροντίδας του διαβήτη αλλά και ως κριτήρια αξιολόγησης για τα οργανωμένα ιατρεία που θα λειτουργούν στη χώρα.

Η παχυσαρκία, από την άλλη πλευρά, είναι ένα ερώτημα κατά πόσο αντιμετωπίζεται ως νόσημα στην συνείδηση των πολιτών αλλά και των επαγγελματιών υγείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την σχετική θετική εισήγηση του ΚΕΣΥ, εκκρεμεί η επίσημη αναγνώρισή της ως νόσος από την πλευρά της Πολιτείας. Παρόλο που αφορά μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων από ό,τι ο διαβήτης, δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για τη δημιουργία οργανωμένων ιατρείων διαχείρισης του βάρους και οι προσπάθειες που γίνονται οφείλονται στο επιλεκτικό ενδιαφέρον ορισμένων επαγγελματιών υγείας που τους απασχολεί το αντικείμενο.

Άρα θεωρείτε ότι είναι σημαντικό να γίνει η επίσημη αναγνώριση της παχυσαρκίας ως νόσου; 

Ναι. Μια προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η επίσημη αναγνώριση της παχυσαρκίας ως νόσου, η κατάρτιση θεραπευτικών οδηγιών ή πρωτοκόλλων καθώς και η δημιουργία ενός δικτύου ιατρείων όπως αυτό του διαβήτη. Προσοχή όμως, είναι σκόπιμο να λειτουργήσουν ως διακριτά ιατρεία σε διαφορετικές ημέρες της εβδομάδας τουλάχιστον, αν όχι με διαφορετικές ομάδες επαγγελματιών υγείας. Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι μια σύνθετη διαδικασία που απαιτεί διεπιστημονική ομάδα και ίσως πληρέστερα στελεχωμένη (από πλευράς διαφορετικών ειδικών) από τη διαβητολογική ομάδα. Συγχωρήστε μου τη φλυαρία, αλλά θεωρώ πως και τα δυο αυτά αντικείμενα -διαβήτης και παχυσαρκία- πρέπει να έχουν υψηλή προτεραιότητα στον υγειονομικό σχεδιασμό της χώρας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο