Νέα

Νέα

Λύσεις σε τρεις κατευθύνσεις θα δώσει το ταμείο καινοτομίας για τον χώρο του φαρμάκου

Συνέντευξη του κου Πασχάλη Αποστολίδη, Γενικού Γραμματέα ΣΦΕΕ στο «Capital.gr», 9 Δεκεμβρίου 2020.

 

Συνέντευξη στη Βίκυ Κουρλιμπίνη

– Έχετε καταθέσει μια πολύ σημαντική πρόταση, για τη δημιουργία εντός ταμείου καινοτομίας για τον χώρο του φαρμάκου. Εξηγήστε μας το σκεπτικό πίσω από αυτό το ταμείο.

Γνωρίζετε πολύ καλά ότι στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια τα νέα καινοτόμα φάρμακα έρχονται με πολύ μεγάλη καθυστέρηση αφού οι διαδικασίες αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης παρουσιάζουν δομικές αδυναμίες. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA) την περίοδο 2015 έως 2018 από τα συνολικά 172 φάρμακα που έλαβαν έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, μόλις τα 69 αποζημιώθηκαν στη χώρα μας. Αν, λοιπόν, δεν αναλάβουμε δράση άμεσα για να αντιστρέψουμε την κατάσταση αυτή, οι υπηρεσίες υγείας προς τον Έλληνα ασθενή όχι μόνο θα συνεχίσουν να υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά θα προσομοιάζουν πολύ περισσότερο με τις υπηρεσίες των χωρών της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων – και μάλιστα όχι και στην καλύτερη εκδοχή τους – αφού χώρες όπως η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Τσεχία και η Κροατία έχουν καλύτερες επιδόσεις από εμάς.

Λύσεις σε τρεις κατευθύνσεις θα δώσει το ταμείο καινοτομίας για τον χώρο του φαρμάκου

Στην κατεύθυνση αυτή, ο ΣΦΕΕ ως υπεύθυνος κοινωνικός εταίρος, έχει καταθέσει πρόταση για τη δημιουργία στη χώρα μας ενός “Ταμείου Φαρμακευτικής Καινοτομίας” το οποίο φιλοδοξούμε να δώσει λύσεις σε τρεις κατευθύνσεις: α) στην τεκμηριωμένη ενίσχυση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες για νέες καινοτόμες θεραπείες, μέσα από μια διαδικασία “Σάρωσης Ορίζοντα” (Horizon Scanning), β) στην ταχύτερη ένταξη των νέων καινοτόμων φαρμάκων στην κλινική πρακτική αξιοποιώντας για ένα διάστημα από ένα έως δύο χρόνια τους πόρους του Ταμείου Καινοτομίας και γ) στην ομαλή ένταξή τους στον κλειστό προϋπολογισμό ώστε να μην επιβαρύνουν με επιπλέον clawback τα φάρμακα που ήδη βρίσκονται στη θετική λίστα, είτε αυτά είναι on-patent, είτε είναι off-patent, είτε είναι γενόσημα.

Η πρόταση αυτή δεν είναι κάτι καινοφανές. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ιταλία, η Σκωτία και η Ουαλία εφαρμόζουν με επιτυχία εδώ και αρκετά χρόνια αντίστοιχες πρακτικές. Στην κατεύθυνση αυτή, έχουμε ήδη ολοκληρωμένη μελέτη στη διάθεσή μας που αναλύει το τι συμβαίνει στις χώρες αυτές και συμπυκνώνει προτάσεις που θα μπορούσαμε να υλοποιήσουμε στην Ελλάδα. Αυτό που μένει, είναι να ξεκινήσει ένας οργανωμένος διάλογος με την Πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς ώστε, αφενός, μέσα από συλλογική δουλειά να προκύψει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αφετέρου, να επιτύχουμε τη χρηματοδότηση αυτής της μεταρρύθμισης από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να ελαχιστοποιηθεί – ή ακόμα και να μηδενιστεί – η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.

– Έχετε πει πως η προσέλκυση επενδύσεων Έρευνας & Ανάπτυξης θα πρέπει να αποκτήσει χαρακτηριστικά εθνικής πολιτικής. Υπάρχει νομίζετε αυτή η πρόθεση από την Πολιτεία;

Δεν νομίζω πως υπάρχει διαφωνία ως προς την πρόθεση, θα ήταν παράλογο άλλωστε. Τα ζητήματα στην πατρίδα μας πάντοτε βαλτώνουν είτε λόγω γραφειοκρατίας, είτε λόγω διαφορετικών προτεραιοτήτων και απουσίας αίσθησης του επείγοντος, είτε γιατί η επιχειρηματικότητα αντιμετωπίζεται με καχυποψία και καλείται να δράσει σε ένα περιβάλλον γεμάτο αντιξοότητες. Έτσι μένουμε διαρκώς πίσω και γινόμαστε ολοένα και πιο αδύναμοι.

Σήμερα όλοι γνωρίζουμε πως για να ανταπεξέλθουμε ως χώρα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό απαιτείται με ταχύτητα να μεταβούμε σε μια οικονομία καινοτομίας, εξωστρέφειας και αξιοποίησης του πραγματικά υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού μας. Η “διάγνωση” έχει γίνει, το “φάρμακο” το ξέρουμε, τώρα όμως χρειάζεται η άμεση χορήγηση της “θεραπείας” κι αυτή είναι η υλοποίηση μιας εθνικής πολιτικής που θα συνταιριάζει και θα κινητοποιεί δημιουργικά την Πολιτεία και τον ιδιωτικό τομέα.

Αν θέλουμε να καταστούμε σημείο αναφοράς στη Νοτιοανατολική Ευρώπη σε επενδύσεις Έρευνας & Ανάπτυξης πρέπει να έχουμε ένα συνεκτικό πλάνο που θα περιγράφει σε ορίζοντα δεκαετίας ποιοι είναι οι στόχοι και οι δεσμεύσεις της Πολιτείας, πώς θα επιτευχθούν, με ποιο χρονοδιάγραμμα και ποια θα είναι η συμβολή των επιχειρήσεων, της ακαδημαϊκής κοινότητας και κάθε άλλου εμπλεκόμενου στην προσπάθεια αυτή. Και φυσικά, την υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα πρέπει να αναλάβει μια ομάδα η οποία θα φροντίζει όχι μόνο να επιλύει προβλήματα, αλλά και να έχει διαρκώς το βλέμμα της στραμμένο στο εξωτερικό ώστε να εντοπίζει καλές πρακτικές και να τις ενσωματώνει άμεσα.

– Η Ελλάδα ακόμη βρίσκεται πίσω στον τομέα των επενδύσεων στην καινοτομία. Τι φταίει για αυτό;

Κατ’ αρχήν γιατί όπως είπαμε και πριν, η χώρα μας δυστυχώς δεν είχε ποτέ μια ολοκληρωμένη πολιτική για την καινοτομία και στηριζόταν μόνο σε αποσπασματικές κινήσεις και την φιλοτιμία κάποιων ανθρώπων. Έτσι όμως δεν πας μακριά.

Στο νέο οικονομικό υπόδειγμα που χρειάζεται η Ελλάδα, η καινοτομία, η εξωστρέφεια και η αξιοποίηση του επιστημονικού μας δυναμικού δεν είναι κάτι που θα το πασπαλίσουμε με χρυσόσκονη και θα φαίνεται ωραίο στα λόγια, αλλά θα πρέπει να αποτελεί την πυρήνα του μετασχηματισμού της παραγωγικής μας βάσης και της μετάβασης από μια οικονομία της κατανάλωσης σε μια οικονομία της γνώσης.

Στην κατεύθυνση αυτή, ο φαρμακευτικός κλάδος είναι σε θέση να παίξει πρωτεύοντα ρόλο αρκεί να αρθούν οι παράλογες στρεβλώσεις που υπάρχουν στην φαρμακευτική πολιτική, με κυρίαρχη την πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία να βρισκόμαστε στη μοναδική χώρα που δεν υπάρχει όριο στις υποχρεωτικές επιστροφές (clawback) που καλείτε η κάθε εταιρεία να πληρώσει στο κράτος. Ένα μέτρο που ξεκίνησε ως ένα προσωρινό δίχτυ ασφαλείας για τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας την περίοδο των μνημονίων έχει μετατραπεί σε μηχανισμό συγχρηματοδότησης της φαρμακευτικής δαπάνης από τον ιδιωτικό τομέα, αφού πλέον το 50% αυτής καλύπτεται από το κράτος και το 50% από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Το ακόμα χειρότερο, είναι ότι τα επίσημα στοιχεία για την φαρμακευτική δαπάνη του 2020 που έχουμε στη διάθεσή μας δείχνουν επιδείνωση του προβλήματος, κάτι που όπως καταλαβαίνεται μας φέρνει όλους σε πολύ δύσκολη θέση. Αν δεν δοθεί άμεσα μια οριστική λύση στο πρόβλημα αυτό, τότε οι προοπτικές για επενδύσεις θα παραμείνουν περιορισμένες αφού το επιχειρηματικό ρίσκο θα παραμείνει μη διαχειρίσιμο.

– Η φυγή επιστημόνων και στον κλάδο του φαρμάκου προς το εξωτερικό συνεχίζεται. Μπορεί να αντιστραφεί η τάση αυτή; Ποια είναι τα κίνητρα που πρέπει να δοθούν;

Θέτετε ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα, πιο κρίσιμο από τα οικονομικά θέματα. Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι οι οικονομικές απώλειες όσο μεγάλες κι αν είναι μπορούν έστω και σε βάθος χρόνου να αναπληρωθούν. Αυτό που είναι πολύ δυσκολότερο εγχείρημα, είναι η διαχείριση της απώλειας του ανθρώπινου κεφαλαίου. Για τις επιχειρήσεις καινοτομίας, το πολυτιμότερο κεφάλαιο είναι οι άνθρωποί μας, τα στελέχη μας, και δυστυχώς στα χρόνια της κρίσης χάσαμε χιλιάδες ανθρώπους στο εξωτερικό με αποτέλεσμα το πλήγμα αυτό να μας κοστίσει πολύ ακριβά.

Για να επιστρέψει, λοιπόν, κάποιος που έχει αποφασίσει να φτιάξει τη ζωή του σε μια άλλη χώρα δεν αρκεί να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Πρέπει οι θέσεις αυτές να είναι υψηλού προφίλ, καλά αμειβόμενες και κυρίως σταθερές. Έχω αναφερθεί πολλές φορές στις κλινικές μελέτες και την συμβολή τους προς αυτή την κατεύθυνση. Θα πω για ακόμα μια φορά ότι αν καταφέρουμε να φτάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε κατά κεφαλήν επενδύσεις κλινικών μελετών τότε θα δημιουργηθούν 23.000 θέσεις εργασίας ιατρών, νοσηλευτών, φαρμακοποιών, βιολόγων, βιοχημικών και άλλων συναφών επαγγελμάτων.

Είναι, όμως, κάτι τέτοιο αρκετό για να αναστρέψουμε το brain drain; Θα σας πω όχι. Χρειαζόμαστε κάτι ακόμα το οποίο δεν σχετίζεται ούτε με τα χρήματα, ούτε με την φύση της εργασίας. Πρέπει να στείλουμε ως χώρα ένα σαφές μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι έχουμε οριστικά ξεπεράσει τις παιδικές ασθένειες που μας ταλαιπωρούν εδώ και πολλές δεκαετίες. Πρέπει να πείσουμε τους ανθρώπους που σκέφτονται να γυρίσουν πίσω, ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν ποινικοποιεί την επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία, είναι μια χώρα που δίνει το δικαίωμα στο λάθος και την αποτυχία μέσα από ένα φιλικό πλαίσιο δεύτερης ευκαιρίας, είναι μια χώρα που οι προτεραιότητες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα εναρμονίζονται ώστε ο ένας να λειτουργεί βοηθώντας τον άλλο και όχι το αντίθετο. Έχουμε κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση και πιστεύω ότι σταδιακά το κλίμα αλλάζει υπέρ μας. Το αν τελικά θα τα καταφέρουμε θα εξαρτηθεί από την επιμονή και την συνέπειά μας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο